- ετεροφυλόφιλος
- -η, -οαυτός που διαθέτει υγιές γενετήσιο ένστικτο, δηλ. γενετήσια ροπή προς το έτερο φύλο, σε αντιδιαστολή προς το ομοφυλόφιλο άτομο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + φύλο + φίλος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. heterosexual)].
Dictionary of Greek. 2013.